- Ἴσθμι'
- Ἴσθμια , Ἴσθμιαneut nom/voc/acc plἼσθμια , Ἴσθμιοςneut nom/voc/acc plἼσθμιε , Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιε , Ἴσθμιοςmasc voc sgἼσθμιαι , Ἴσθμιοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἴσθμι' — ἴσθμια , Ἴσθμια neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιον anything belonging to the neck neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμια , ἴσθμιος of neut nom/voc/acc pl ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc voc sg ἴσθμιε , ἴσθμιος of masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτνιεύς — έως, ὁ, θηλ. ποτνιάς, άδος, Α 1. ο κάτοικος τών Ποτνιών 2. αυτός που κατάγεται από την πόλη Πότνιαι 2. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ ποτνιάδες προσωνυμία τών Ευμενίδων («Βάκχαι ποτνιάδες», Ευρ.) 3. φρ. α) «Ποτνιεύς Γλαῡκος» τίτλος έργου τού Αισχύλου β) … Dictionary of Greek
σουνιάς — άδος, η, ΝΑ νεοελλ. φρ. «σουνιάς άκρα» το ακρωτήριο τού Σουνίου αρχ. η σουνιακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + επίθημα άς, άδος (πρβλ. Ἰσθμι άς)] … Dictionary of Greek